αρμενισιά

αρμενισιά
η плавание под парусами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αρμενισιά" в других словарях:

  • ιστιοδρομία — ή 1. το να αρμενίζει πλοίο με φουσκωμένα τα πανιά, κν. αρμενισιά 2. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων πλοίων 3. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων οχημάτων στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • φούσκα — (I) η, Ν 1. κύστη και, κυρίως, η ουροδόχος κύστη 2. μεγάλη φυσαλλίδα 3. φλύκταινα, φουσκάλα 4. μπαλόνι 5. το κάτω μέρος της βράκας, η φουφούλα 6. βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens τού γένους κολουτέα, που απαντά …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδρομία — η 1. το να αρμενίζει πλοίο με φουσκωμένα τα πανιά, αρμενίσια. 2. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων πλοίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»